Πρόσφατα άρθρα

ἐξ ἐρίων δὴ καὶ κλωστήρων καὶ ἀτράκτων

This essay examines that metaphor in the context of the political and war situation at the time Lysistrata was first performed. It considers traditional gender roles in the fifth-century Greek polis and Lysistrata’s inversion of those roles in her weaving analogy. Aristophanes’ comedic purpose in the weaving speech, in Lysistrata as a whole, and more generally across his corpus is examined. In addition, some observations are made about the sound pattern of Lysistrata’s speech and, in a personal argument, a speculative suggestion is advanced that the audience might have associated her cadences with the familiar rhythms of a domestic weaving loom.

ἐξ ἐρίων δὴ καὶ κλωστήρων καὶ ἀτράκτων

Hyperion or the hermit in Greece

Concept, dramaturgy and performance by Dimitra Kreps

Hyperion or the hermit in Greece

Discuss the portrayal and effects of loss in the poetry of Cavafy

My Mother's Sin and Other Stories A series of lectures on Modern Greek literature taught by Dr Dimitra Tzanidaki-Kreps This is a first class essay of one of my students, Jenny Wight, who took my course this year writing beautifully on the effects of loss in Cavafy's poetry.

Discuss the portrayal and effects of loss in the poetry of Cavafy

In Ritsos’ Moonlight Sonata what sentiments does the woman’s confession provoke/inspire to you and how these compare to the ones felt by the young man who remains silent throughout her long monologue.

Yannis Ritsos' "Moonlight Sonata" is a poignant and emotionally charged poem that presents a deeply intimate monologue of a woman speaking to a silent young man. The setting is night, with the moonlight casting a dreamlike atmosphere over the scene. The woman's confession, filled with personal revelations, memories, and emotions, evokes a variety of sentiments in the reader and provokes a complex response.

In Ritsos’ Moonlight Sonata what sentiments does the woman’s confession provoke/inspire to you and how these compare to the ones felt by the young man who remains silent throughout her long monologue.

The form of Dramatic Monologue as perfected by Ritsos’ poetry.

Yannis Ritsos is widely regarded as one of the most significant figures in contemporary Greek poetry. He managed to revolutionise the idea of a dramatic monologue and create not just beautiful poetry, but also a multifaceted art form that has depth on psychological, social, and philosophical levels throughout all of his publications. The dramatic monologue form was popularised by Victorian poets such as Robert Browning, but Ritsos revitalised it and many poets to this day still use his style as inspiration. His ability to construct identities and characters that the reader can genuinely sense and almost experience is skilful.

The form of Dramatic Monologue as perfected by Ritsos’ poetry.

How does Seferis’ mythical method interact with Greece’s lasting socio-political issues?

Seferis uses the mythical method in his poetry to allude to and comment upon social and political issues in Greece in his lifetime. Before discussing his poetry, it is important to define what is meant by Seferis’ mythical method. This method can be described as allusive, as although Seferis does make direct references to myth he does so in inventive ways, for example by using narrative space, symbols and characters to evoke Greek myths.

How does Seferis’ mythical method interact with Greece’s lasting socio-political issues?

«Examine how homoerotic love is expressed in Cavafy’s erotic poetry» By Yousuf Danawi, Reading University

This essay aims to examine the manner in which homoerotic love is expressed in Constantine Peter Cavafy’s erotic poetry.Initially, it will provide a brief introduction entailing contextual information. Subsequently, this essay will bestow an intricate analysis of his erotic poems, with a particular focus on elucidating recurrent themes pertaining tohomoerotic love. The analysis will explore both the formal and thematic constituents of Cavafy’s erotic poetry, accompanied by a pervading extraction of deeper meaning.This examination will be enhanced utilising relevant secondary literature. The primary source that consists of the poems to be discussed in this essay derives from a digital anthology that comprises Cavafy’s ‘Recognised’, ‘Denounced’, and ‘Hidden’ poems

 «Examine how homoerotic love is expressed in Cavafy’s erotic poetry» By Yousuf Danawi, Reading University

Discuss the portrayal and effects of loss in the poetry of Cavafy

My Mother's Sin and Other Stories A series of lectures on Modern Greek literature taught by Dr Dimitra Tzanidaki-Kreps This is a first class essay of one of my students, Jenny Wight, who took my course this year writing beautifully on the effects of loss in Cavafy's poetry.

Discuss the portrayal and effects of loss in the poetry of Cavafy

Poetics and Histories: To What Extent Did C. P. Cavafy Alter Historical Narratives, and for What Artistic Purposes?

stuident Name: Joseph Watson Module Lecturer: Dr Dimitra Tzanidaki-Kreps Date of Submission: 11/01/2016

Poetics and Histories: To What Extent Did C. P. Cavafy Alter Historical Narratives, and for What Artistic Purposes?

Theatricality, didacticism, prosaic verse, use of persons as symbols, contemplative mood, flashbacks are some of Cavafy’s recurring ‘tropes’. Discuss.

Within the vast poetry collection of Constantine Cavafy, arguably, a pattern of recurring tropes emerges, offering the readers an in depth understanding of what defines his artistry. The poems that I have chosen for this essay being Young Men of Sidon, Alexandrian Kings and Kaisarion, from his book The Collected poems. One might say that they serve as an example of Cavafy’s gravitation towards an array of literary devices such as theatricality, didacticism, prosaic verse, use of persons as symbols, contemplative mood and flashbacks, one might say that they create a narrative that extends beyond the individual poems, inviting us to explore the timeless themes captured by Cavafy.

Theatricality, didacticism, prosaic verse, use of persons as symbols, contemplative mood, flashbacks are some of Cavafy’s recurring ‘tropes’. Discuss.

Τάσος Χατζηαναστασίου-Ανθολόγιο Κειμένων

ΣΑΡΑΝΤΑ ΠΕΝΤΕ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΞΕΝΟΥΣ ΜΑΘΗΤΑΔΕΣ

Ανθολόγιο λογοτεχνικών κειμένων για τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας

Ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου.

(Διονύσιος Σολωμός)

Αγαπητοί συνάδελφοι,

έχω φτιάξει μια μικρή ανθολογία από ελληνικά ποιήματα, τραγούδια και πεζά κείμενα. Ο σκοπός μου ήταν τα κείμενα αυτά να αποτελέσουν το υλικό για τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας σε ξένους, που είτε ζουν στην Ελλάδα είτε όχι, επιθυμούν να γνωρίσουν όχι μόνο τη γλώσσα αλλά και τον πολιτισμό και την ιστορία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας. Η ανθολογία απευθύνεται κυρίως σε αρχάριους.


Έτσι λοιπόν διάλεξα κείμενα τα οποία κατέταξα σε μια σειρά σύμφωνα με τη σχετική γλωσσική δυσκολία που παρουσιάζουν. Υποτίθεται λοιπόν ότι η ανθολογία ξεκινά από τα «ευκολότερα» από γλωσσική άποψη για να καταλήξει σε «δυσκολότερα» κείμενα. Τονίζω ότι το κριτήριο είναι γλωσσικό και όχι λογοτεχνικό, γιατί τα ποιήματα του Σαχτούρη για παράδειγμα, που είναι σχετικά απλά από λεξιλογική και συντακτική άποψη, είναι νοηματικά δυσερμήνευτα. Επίσης, για ευνόητους λόγους διάλεξα κείμενα που να μην έχουν, κατά το δυνατόν, ιδιωματικούς ή τύπους της καθαρεύουσας. Τέλος, τα κείμενα αυτά προσφέρονται και για την παράδοση κάθε φορά μιας ή περισσότερων ενοτήτων γραμματικής, π.χ. στο απόσπασμα από τον «τάφο» του Παλαμά, ο τύπος του ρήματος που κυριαρχεί είναι η προστακτική. Εννοείται ότι το κάθε κείμενο ο διδάσκων θα πρέπει να το πλαισιώσει με εργασίες, ασκήσεις και άλλες δραστηριότητες, γιατί δεν μπορεί από μόνο του να καλύψει μια ολοκληρωμένη διδακτική ενότητα. Ωστόσο, πιστεύω ότι με αυτή και με άλλες αντίστοιχες ανθολογίες μπορούμε ν’ απαλλαγούμε σιγά σιγά από τα φτιαχτά κείμενα και τους διαλόγους των βιβλίων του εμπορίου και να φτιάξουμε δικά μας σώματα κειμένων.


Εξαιτίας των προαναφερθέντων γλωσσικών περιορισμών, η ανθολογία κάθε άλλο παρά αντιπροσωπευτική είναι του πλούτου της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ούτε την αναδεικνύει όπως πραγματικά της αξίζει: απουσιάζει για παράδειγμα παντελώς η κρητική σχολή, η ελληνική ηθογραφία, οι Κάλβος, Βιζυηνός, Παπαδιαμάντης, Ροΐδης και Εμπειρίκος, αλλά και άλλοι αξιόλογοι ποιητές και πεζογράφοι, που είτε η γλώσσα τους είναι η καθαρεύουσα, είτε είναι συχνά ιδιωματική είτε απλώς λεξιλογικά «δυσκολότερη» για αρχάριους. Όλοι οι παραπάνω ωστόσο θα μπορούσαν να περιληφθούν σε μια ανθολογία για πιο προχωρημένους φοιτητές. Έπειτα, η εν λόγω ανθολογία είναι από την άποψη της αντιπροσωπευτικότητας άνιση: αναλογικά πολλά ποιήματα του Σαχτούρη και κανένα από τους Βαλαωρίτη, Σικελιανό, Βάρναλη. Από τους πιο σύγχρονους ποιητές είναι αισθητή η απουσία της Καρέλλη και του Καρούζου, του Κλείτου Κύρου και του Λειβαδίτη. Ακόμη χειρότερα, ανθολογείται κάποιος… Άρης Σάρτας και απουσιάζουν οι Καζαντζάκης, Τσίρκας, Ιωάννου, Ταχτσής, Κάσδαγλης, Χάκκας, Αλεξάνδρου, Χατζής και όλοι οι σύγχρονοι πεζογράφοι μας (Καρυστιάνη, Ζατέλλη, Μάτεσης, Σκαμπαρδώνης, Φακίνου, Φακίνος, Θέμελης, Τριανταφύλλου, Βαλτινός, Χουλιαράς κ.ά.). Επαναλαμβάνω ακόμη μία φορά: το βασικό κριτήριο δεν ήταν ποιοτικό, αλλά αφορούσε τη γλώσσα. Δυστυχώς, πρέπει κανείς να κατέχει σε ικανοποιητικό βαθμό την ελληνική για να μπορέσει να απολαύσει το μεγαλύτερο μέρος της πραγματικά εντυπωσιακής - από ποιοτική άποψη - λογοτεχνικής παραγωγής μιας τόσο μικρής χώρας. Από την άλλη μεριά, οι θεωρητικά (κατά τη γνώμη μου όχι άδικα) κορυφαίοι μας λογοτέχνες (Σολωμός, Παλαμάς, Καβάφης, Καρυωτάκης, Ρίτσος, Σεφέρης, Ελύτης) ανθολογούνται σε ικανοποιητικό, πιστεύω, βαθμό. Υπάρχουν ακόμη αρκετά δημοτικά τραγούδια, ανάμεσά τους και το αξεπέραστο «Του νεκρού αδερφού». Έπειτα, κάποια κείμενα έχουν έμμεση σχέση με το Παλέρμο ή την Ιταλία γενικότερα «ου μ’ εθέσπισεν». Για παράδειγμα, ο Σαραντάρης έζησε στην Ιταλία τα περισσότερα χρόνια της ζωής του κι όμως η μοίρα το θέλησε να πεθάνει από τις κακουχίες στον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Ο δε Βρεττάκος βρήκε στο Παλέρμο ένα ζεστό και φιλόξενο χώρο στη διάρκεια της επταετίας. Μάλιστα, ήταν φιλοξενούμενος στο σπίτι του σημερινού διευθυντή του τμήματος Ελληνικών και Λατινικών Σπουδών, του κλασικού φιλολόγου καθηγητή Σαλβατόρε Νικοσία ενώ το Σικελικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του πρόσφερε εργασία. Πολλά κείμενα αναφέρονται σε γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία και τους αγώνες του ελληνικού λαού, όπως είναι η Επανάσταση του ’21, η Μικρασιατική Καταστροφή, ο πόλεμος του ’40, η Αντίσταση, ο εμφύλιος και το μετεμφυλιακό καθεστώς, το Κυπριακό. Υπάρχουν επίσης κείμενα που παρουσιάζουν ποικίλες εκφάνσεις του παραδοσιακού και σύγχρονου νεοελληνικού βίου, όπως των εθνικών, κοινωνικών και θρησκευτικών πεποιθήσεων και εκδηλώσεων του λαού μας αλλά και της κρίσης ταυτότητας, των ατομικών αδιεξόδων και των εσωτερικών αναζητήσεων της σημερινής νεολαίας. Από αυτή την άποψη θεωρώ ότι κείμενα της ανθολογίας αυτής μπορεί να χρησιμεύσουν και ως αφόρμηση για παραδόσεις θεμάτων νεότερης και σύγχρονης ιστορίας ή ακόμα και για συζητήσεις γύρω από θέματα που αφορούν τη νοοτροπία και την ψυχοσύνθεση των Ελλήνων..


Θα πρέπει ωστόσο να παραδεχτώ, είναι άλλωστε ολοφάνερο, ότι το υποκειμενικό στοιχείο έπαιξε αποφασιστικό ρόλο. Σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να επικαλεστώ κάποιο δήθεν ουδέτερο «επιστημονικό» κριτήριο για την επιλογή των κειμένων. Αντίθετα, τα τραγούδια, τα ποιήματα και τα πεζά, τα διάλεξα βασικά επειδή με συγκινούν εμένα προσωπικά κι αυτό νομίζω πως εξηγεί με τον καλύτερο και ειλικρινέστερο τρόπο το πώς ανθολογήθηκαν μαζί ο Σολωμός με κάποιον Σάρτα, έναν παλιό… ραδιοπειρατή, περισσότερο γνωστό ως Α112, κι ο Παλαμάς με κάποια Παναγιωτοπούλου, μια ελάχιστα γνωστή στιχουργό. Εμένα όμως με αγγίζουν το ίδιο, αν και με διαφορετικό τρόπο, ο λαϊκός στίχος του Λευτέρη Παπαδόπουλου ή ο «ροκ» στίχος του Σαββόπουλου με τον εθνικό αναστοχασμό των Ελύτη, Σεφέρη, Ρίτσου. Θέλω να πω πως με κάνουν και βουρκώνω το ίδιο. Ο επιμορφωτής μου στη διδακτική της λογοτεχνίας όταν παρακολουθούσα τα ΠΕΚ (Προγράμματα Επιμόρφωσης Καθηγητών) πριν διοριστώ, έλεγε χαρακτηριστικά ότι σε καμία περίπτωση δε θα μας συμβούλευε να διδάξουμε ένα λογοτεχνικό κείμενο αν δεν το αγαπάμε πρώτα πρώτα εμείς οι ίδιοι. «Στο μάθημα της λογοτεχνίας», έλεγε, «πηγαίνουμε σαν ερωτευμένοι». Διαφορετικά πώς να κάνουμε να συγκινηθεί ο μαθητής μ’ ένα κείμενο που δεν συγκινεί ούτε εμάς τους ίδιους; Έκτοτε φροντίζω ν’ ακολουθώ τη συμβουλή του: εφόσον το αναλυτικό πρόγραμμα το επιτρέπει, διδάσκω τα κείμενα που αγαπώ. Αν τώρα μπορέσω και μεταφέρω λίγη από τη δική μου συγκίνηση στους μαθητές και εν προκειμένω στους ξένους φοιτητές μου, θεωρώ ότι έχω καταφέρει πολύ περισσότερα από όσα θα κατάφερνα με ατελείωτες θεωρητικές παραδόσεις για τον ελληνικό πολιτισμό. Ελπίζω να συμφωνήσετε. Κάθε παρατήρηση δεχτή.


Καλές γιορτές και καλή πατρίδα σε όσους και όσους επιστρέψουν στην Ελλάδα για διακοπές.


Παλέρμο, 4 Δεκεμβρίου 2003

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1. Διονύσιος Σολωμός, Ελεύθεροι πολιορκημένοι

2. Oδυσσέας Ελύτης, Άξιον Εστί

3. Κώστας Μόντης, Έλληνες ποιητές

4. Δημοτικό τραγούδι, Το μοιρολόι της Παναγιάς

5. Μανόλης Αναγνωστάκης, Στον Νίκο Ε… 1949

6. Γιώργος Σαραντάρης, Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει… ΚΝΛ, Β΄ Ενιαίου Λυκείου

7. Νικηφόρος Βρεττάκος, Επιστροφή

8. Νίκος Γκάτσος, Χελιδόνι σε κλουβί

9. Γιάννης Ρίτσος, Ρωμιοσύνη

10. Διονύσης Σαββόπουλος, Μια θάλασσα μικρή

11. Μίλτος Σαχτούρης, Ο δυνατός

12. Διονύσιος Σολωμός, Ύμνος εις την Ελευθερίαν

13. Διονύσιος Σολωμός, Η καταστροφή των Ψαρών

14. Γιάννης Ρίτσος, Λιανοτράγουδα: Κουβέντα μ’ ένα λουλούδι

15. Κωνσταντίνος Καβάφης, Che fece… il gran rifiuto

16. Μίλτος Σαχτούρης, Ημερολόγιο

17. Νίκος Πορτοκάλογλου, Θάλασσά μου σκοτεινή

18. Γιάννης Ρίτσος, Από τη σονάτα του σεληνόφωτος

19. Οδυσσέας Ελύτης, Άνεμοι

20. Νίκος Γκάτσος, Ο Γιάννης ο φονιάς

21. Μίλτος Σαχτούρης, Ο στρατιώτης ποιητής

22. Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Είμ’ αητός χωρίς φτερά

23. Νικηφόρος Βρεττάκος, Μια μυγδαλιά

24. Ζωή Παναγιωτοπούλου, Το παλτό

25. Σκόρπιοι στίχοι από το Μυθιστόρημα του Γιώργου Σεφέρη

26. Γιώργος Σεφέρης, Μυθιστόρημα Ι΄

27. Γιώργος Σεφέρης, Μυθιστόρημα ΙΗ΄

28. Δημοτικό τραγούδι, Τώρα ’ν’ αγιά Σαρακοστή

29. Κώστας Καρυωτάκης, Ιδανικοί αυτόχειρες

30. Οδυσσέας Ελύτης, Από τη συλλογή Ήλιος ο Πρώτος

31. Γιώργος Φιλίππου – Πιερίδης, Ταξί για την Αμμόχωστο

32. Κωνσταντίνος Καβάφης, Επέστρεφε

33. Κωστής Παλαμάς, Ο τάφος

34. Διονύσης Σαββόπουλος, Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη

35. Δημοτικό τραγούδι, Βαρύτερη η ξενιτιά

36. Ερρίκος Θαλασσινός, Το τραγούδι της ξενιτιάς

37. Άγγελος Βλάχος, Θα ’ρθει η ώρα

38. Ακριτικά τραγούδια, Ο θάνατος του Διγενή

39. Θ. Κακριδής, Ο θάνατος του Οδυσσέα

40. Στρατής Δούκας, Ιστορία ενός αιχμαλώτου

41. Δημοτικό τραγούδι, Του νεκρού αδελφού

42. Μιχάλης Κατσαρός, Η διαθήκη μου

43. Νίκος Εγγονόπουλος, Νέα περί του θανάτου του Ισπανού ποιητού Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα στις 19 Αυγούστου του 1936 μέσα στο χαντάκι του Καμίνο ντε λα Φουέντε

44. Οδυσσέας Ελύτης, Το Άξιον Εστί, Η πορεία προς το μέτωπο

45. Άρης Σάρτας, Ροκ μυθιστόρημα
46. Ντίνος Χριστιανόπουλος, Το κορμί και το σαράκι

1. Διονύσιος Σολωμός, Ελεύθεροι πολιορκημένοι

Παράμερα στέκει

Σουλιώτης και κλαίει

αργά το τουφέκι

σηκώνει και λέει:

«Σε τούτο το χέρι

τι κάνεις εσύ;

Ο εχθρός μου το ξέρει

πως μου είσαι βαρύ».

Τρεις σκόρπιοι, αλλά πολύ γνωστοί στίχοι από τους Ελεύθερους Πολιορκημένους

Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει

Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια


«Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει»

2. Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον Εστί

Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική

το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου.

3. Κώστας Μόντης, Έλληνες ποιητές

Ελάχιστοι μας διαβάζουν

Ελάχιστοι ξέρουν τη γλώσσα μας

μένουμε αδικαίωτοι και αχειροκρότητοι

σ’ αυτή τη μακρινή γωνιά

όμως αντισταθμίζει που γράφουμε ελληνικά

4. Δημοτικό τραγούδι, Το μοιρολόι της Παναγιάς


Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,

σήμερ’ αγγέλοι, αρχάγγελοι, όλοι μαυροφορούνε,

σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται,

σήμερα πάνε κι έρχονται στης Παναγιάς την πόρτα.

5. Μανόλης Αναγνωστάκης, Στον Νίκο Ε… 1949

Φίλοι

Που φεύγουν

Που χάνονται μια μέρα

Φωνές

Τη νύχτα

Μακρινές φωνές

Μάνας τρελής στους έρημους δρόμους

Κλάμα παιδιού χωρίς απάντηση

Ερείπια

Σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες


Εφιάλτες

Στα σιδερένια κρεβάτια

Όταν το φως λιγοστεύει

Τα ξημερώματα.

(Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;)

6. Γιώργος Σαραντάρης, Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει…

Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε,

σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα,

παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους,

τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου

και στη σκόνη του καιρού.

Σημαίνει πως φοβόμαστε

και η ζωή μάς έγινε ξένη

ο θάνατος βραχνάς.

7. Νικηφόρος Βρεττάκος, Επιστροφή

Με σπαραγμό κρατώντας τη βαριά καρδιά μου

βρήκα το πατρικό μου σπίτι να κοιτάζει,

μέσ’ απ’ τις φυλλωσιές, σαν άλλοτε, τη δύση

με σπαραγμό κρατώντας τη βαριά καρδιά μου…

Γοργά το τζάκι η μάνα μου τρέχει ν’ ανάψει.

Κι ενώ απ’ την πόρτα βλέπω τις γλυκές του λάμψεις,

με σπαραγμό κρατώντας τη βαριά καρδιά μου,


δε μπαίνω μέσα. Απέξω κάθομαι και κλαίω…

8. Νίκος Γκάτσος, Χελιδόνι σε κλουβί

Πού το πάνε το παιδί

χελιδόνι σε κλουβί.

Πού το πάνε το παιδί

που κανείς δεν το ’χει δει.

Πού το πάν το παλικάρι

κάθε νύχτα με φεγγάρι.

Πού το πάνε τι του λένε

και τ’ αδέρφια του το κλαίνε.


Με κοιτάνε κάθε αυγή

και τα μάτια τους πληγή.

Με κοιτάνε κάθε αυγή

και τα λόγια τους κραυγή.

Με κοιτάνε με κοιτάνε

και τα μαύρα τους φοράνε.

Κι ένας παραπέρα στέκει

και κρατάει αστροπελέκι.

Στης ψυχής μου τον καθρέφτη

ίσκιος άρχισε να πέφτει.

Ίδια η μοίρα που με φέρνει

ίδια η μοίρα που με παίρνει.

9. Γιάννης Ρίτσος, Ρωμιοσύνη

Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,

αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα

βήματα,

αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον
ήλιο,

αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,

σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,

σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του,

σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Μονάχα φως.

Ο δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.

10. Διονύσης Σαββόπουλος, Μια θάλασσα μικρή


Μια θάλασσα μικρή, μια θάλασσα μικρή

είναι το καλοκαίρι μου, ο έρωτάς μου, ο πόνος μου


Μια θάλασσα μικρή, στα δυο σου μάτια φέγγει

κάθε πρωί

Μια θάλασσα μικρή στο δάκρυ, στο τραγούδι

στο κάθε σου φιλί, μια θάλασσα μικρή

Μια θάλασσα μικρή, μια θάλασσα μικρή

και στη γωνιά η στάμνα μου για ένα καλοκαίρι

ήσουν εσύ

Σε τραγουδούσα εγώ, σαν τις χορδές του ανέμου

στα μαύρα σου μαλλιά

σ’ ακολουθούσα εγώ σαν το μικρό χορτάρι τον άνεμο

σ’ ακολουθούσα εγώ

11. Μίλτος Σαχτούρης, Ο δυνατός

Καθρέφτης κρεβάτι γιασεμί


στάχτες τσιγάρων δάκρυα

κόκκινο από χείλια

στα σεντόνια

η ηρωίδα απελπισμένη μέχρι θανάτου

καθρέφτης κρεβάτι


ένας άντρας δίχως πόδια

σε μια καρέκλα με ρόδες

με ρόδινες ανταύγειες ο ήλιος

στον τοίχο

στο πάτωμα φρίκη ένα φιλί

Καθρέφτης


ο δυνατός άντρας είναι στο ταβάνι

γυμνάζει τα όνειρά του

με πάθος

κατεβαίνει κλείνει το παράθυρο

σκοτεινιάζει


Κραυγή

12. Διονύσιος Σολωμός, Ύμνος εις την Ελευθερίαν


Σε γνωρίζω από την κόψη

του σπαθιού την τρομερή,

σε γνωρίζω από την όψη

που με βία μετράει τη γη.


Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη

των Ελλήνων τα ιερά,

και σαν πρώτα αντρειωμένη,

χαίρε, ω χαίρε Ελευθεριά!

13. Διονύσιος Σολωμός, Η καταστροφή των Ψαρών

Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη

περπατώντας η Δόξα μονάχη

μελετά τα λαμπρά παλληκάρια

και στην κόμη στεφάνι φορεί

γεναμένο από λίγα χορτάρια

που είχαν μείνει στην έρημη γη

14. Γιάννης Ρίτσος, Λιανοτράγουδα: Κουβέντα μ’ ένα λουλούδι

Κυκλάμινο, κυκλάμινο, στου βράχου τη σκισμάδα,

πού βρήκες χρώματα κι ανθείς, πού μίσχο και σαλεύεις:

-Μέσα στο βράχο σύναξα το γαίμα στάλα στάλα,

μαντίλι ρόδινο έπλεξα κι ήλιο μαζεύω τώρα

15. Κωνσταντίνος Καβάφης, Che fece… il gran rifiuto

Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα

που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι

να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος το ’χει

έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντας το πέρα


πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.

Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,

όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει

εκείνο τ’ όχι – το σωστό – εις όλην την ζωή του.

16. Μίλτος Σαχτούρης, Ημερολόγιο

Δεν είναι καλοκαίρι

δεν είναι άνοιξη

είναι χειμώνας

περνάν τα χρόνια

περνούν οι εποχές

κι αυτή η καρδιά

ως πότε θ’ αντέξει;

σήμερα είδα έναν άνθρωπο

φώναζε

στριφογύριζε μ’ ορμή

το σακάκι του

και φώναζε

για το Διάβολο

και το Θεό

κι εγώ με το μπερέ

και το κόκκινο κασκόλ

ξεχνάω

ολοένα ξεχνάω

σε λίγο θα ξεχάσω

και ποιος είμαι

και τότε…

17. Νίκος Πορτοκάλογλου, Θάλασσά μου σκοτεινή


Αχ θάλασσά μου σκοτεινή, θάλασσα αγριεμένη

πού θα με βγάλεις το πρωί σε ποια στεριά μου ξένη

πού θα με βγάλεις το πρωί σε ποια στεριά μου ξένη

θάλασσά μου σκοτεινή, θάλασσα αγριεμένη


Τα είχα όλα μια φορά, μα ήθελα παραπάνω

τι να τα κάνω τώρα πια απόψε που σε χάνω;

Μέσα στα μαύρα σου νερά, κομμάτια η ζωή μου

Αχ θάλασσά μου εσύ βαθιά, πού κρύβεις το νησί μου

Αχ θάλασσά μου εσύ βαθιά, πού κρύβεις το νησί μου

Μέσα στα μαύρα σου, νερά κομμάτια η ζωή μου


Τα είχα όλα μια φορά, μα ήθελα παραπάνω

τι να τα κάνω τώρα πια απόψε που σε χάνω;

18. Γιάννης Ρίτσος, Από τη σονάτα του σεληνόφωτος


Ά, φεύγεις; Καληνύχτα. Όχι δε θα ’ρθω. Καληνύχτα.

Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί, επιτέλους, πρέπει

να βγω απ’ αυτό το τσακισμένο σπίτι.

Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία. – όχι, όχι το φεγγάρι –

την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου.,

την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της

την πολιτεία που όλους μας αντέχει στη ράχη της

με τις μικρότητές μας, τις κακίες, τις έχτρες μας,

με τις φιλοδοξίες, την άγνοιά μας και τα γερατειά μας, -

ν’ ακούσω τα μεγάλα βήματα της πολιτείας,

να μην ακούω πια τα βήματά σου

μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα. Καληνύχτα.

19. Οδυσσέας Ελύτης, Άνεμοι

Άκου κι εμάς που μόλις εγυρίσαμε

νησιά και πολιτείες που γνωρίσαμε

Κρήτη και Μυτιλήνη, Σάμο κι Ικαριά,

Νάξο και Σαντορίνη, Ρόδο, Κέρκυρα

Σπίτια μεγάλα κι άσπρα, σπίτια βουερά

πάνω στη μαύρη πέτρα, πάνω στα νερά

Ξάνθη, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Καστοριά,

Γιάννενα, Μεσολόγγι, Σπάρτη και Μιστρά

Καμπαναριά και στέγες μες στη συννεφιά

κι όλα μαζί μια λύπη και μιαν ομορφιά.

20. Νίκος Γκάτσος, Ο Γιάννης ο φονιάς

Ο Γιάννης ο φονιάς, παιδί μιας Πατρινιάς κι ενός Μεσολογγίτη

προχτές την Κυριακή, μετά τη φυλακή, επέρασε απ’ το σπίτι

του βγάλαμε γλυκό του βγάλαμε και μέντα

μα για το φονικό δεν είπαμε κουβέντα

Μονάχα το Φροσί με δάκρυ θαλασσί στα μάτια τα μεγάλα

του φίλησε βουβά τα χέρια τ’ ακριβά και βγήκε από τη σάλα

δε μπόρεσε κανείς τον πόνο της ν’ αντέξει

κι ούτε ένας συγγενείς να πει δε βρήκε λέξη

Ο Γιάννης ο φονιάς στην άκρη της γωνιάς με του καημού τα λάθη

θυμήθηκε ξανά φεγγάρια μακρινά και τ’όνειρο που εχάθη

21. Μίλτος Σαχτούρης, Ο στρατιώτης ποιητής



Δεν έχω γράψει ποιήματα

μέσα σε κρότους

μέσα σε κρότους

κύλησε η ζωή μου

Την μιαν ημέρα έτρεμα

την άλλην ανατρίχιαζα

μέσα στο φόβο

μέσα στο φόβο

πέρασε η ζωή μου


Δεν έχω γράψει ποιήματα

δεν έχω γράψει ποιήματα

μόνο σταυρούς

σε μνήματα

καρφώνω

22. Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Είμ’ αητός χωρίς φτερά

Σαν τον αητό είχα φτερά και πέταγα πολύ ψηλά

μα ένα χέρι λατρεμένο, ένα χέρι λατρευτό

μου τα κόβει τα φτερά μου, για να μην ψηλά πετώ

είμ’ αητός χωρίς φτερά

χωρίς αγάπη και χαρά

είμ’ αητός χωρίς φτερά


Το χέρι αυτό το λατρευτό, μεσ’ στη ζωή θα τ’ αγαπώ

ό,τι και να μου ’χει κάνει, όλα του τα συγχωρώ

με φτερούγες τσακισμένες, πάντα εγώ θα τ’ αγαπώ

είμ’ αητός χωρίς φτερά

χωρίς αγάπη και χαρά

είμ’ αητός χωρίς φτερά.

23. Νικηφόρος Βρεττάκος, Μια μυγδαλιά

Μια μυγδαλιά και δίπλα της

εσύ. Μα πότε ανθίσατε;

Στέκομαι στο παράθυρο

και σας κοιτώ και κλαίω


Τόση χαρά δεν την μπορούν

τα μάτια.

Δώσ’ μου, Θεέ μου,

όλες τις στέρνες τ’ ουρανού

να σ’ τις γιομίσω.

24. Ζωή Παναγιωτοπούλου, Το παλτό

Το ίδιο παλτό ακόμη φορώ

σα στάχτη σαν χώμα το γκρίζο του χρώμα

Το ίδιο παλτό ακόμη φορώ

τριμμένοι αγκώνες πικροί μου χειμώνες

Κι όλοι μου λένε να το πετάξω

να πάρω άλλο, ζωή ν’ αλλάξω

κι όλοι μου λένε, μα εγώ σωπαίνω

μες στο παλτό μου αργοπεθαίνω


Το ίδιο παλτό ακόμα φορώ

της μέρας τη σκόνη, της νύχτας το χιόνι

Το ίδιο παλτό ακόμη φορώ

ραφές ξηλωμένες, αγάπες χαμένες

Κι όλοι μου λένε να το πετάξω

να πάρω άλλο, ζωή ν’ αλλάξω

κι όλοι μου λένε, μα εγώ σωπαίνω

μες στο παλτό μου αργοπεθαίνω

25. Σκόρπιοι στίχοι από το Μυθιστόρημα του Γιώργου Σεφέρη



Φέραμε πίσω αυτά τ’ ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής

Εμείς που τίποτα δεν είχαμε θα τους διδάξουμε τη γαλήνη

Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια

που μου εξαντλεί τους αγκώνες

και δεν ξέρω πού να τ’ ακουμπήσω

Ποιος θα δεχτεί την προσφορά μας, στο τέλος αυτό του φθινοπώρου

26. Γιώργος Σεφέρης, Μυθιστόρημα Ι΄

Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά

που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.

Δεν έχουμε ποτάμια δεν έχουμε πηγάδια δεν έχουμε πηγές

μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές, που ηχούν και πού

τις προσκυνούμε.

Ήχος στεκάμενος κούφιος, ίδιος με τη μοναξιά μας

ίδιος με την αγάπη μας, ίδιος με τα σώματά μας.

Μας φαίνεται παράξενο που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε

τα σπίτια, τα καλύβια και τις στάνες μας.

Κι οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα

γίνουνται αινίγματα ανεξήγητα για την ψυχή μας.

Πώς γεννηθήκαν πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας;

Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν

οι δυο μαύρες Συμπληγάδες. Στα λιμάνια

την Κυριακή σαν κατεβούμε ν’ ανασάνουμε

βλέπουμε να φωτίζουνται στο ηλιόγερμα

σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν

σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν’ αγαπήσουν

27. Γιώργος Σεφέρης, Μυθιστόρημα ΙΗ΄

Λυπούμαι γιατί άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι

μέσα από τα δάχτυλά μου

χωρίς να πιω ούτε μια στάλα.

Τώρα βυθίζομαι στην πέτρα.

Ένα μικρό πεύκο στο κόκκινο χώμα,

δεν έχω άλλη συντροφιά.

Ό,τι αγάπησα χάθηκε μαζί με τα σπίτια

που ήταν καινούργια το περασμένο καλοκαίρι

και γκρέμισαν με τον αγέρα του φθινοπώρου

28. Δημοτικό τραγούδι, Τώρα ’ν’ αγιά Σαρακοστή

Μπαϊντίρι Μικράς Ασίας

Τώρα ’ν’ αγιά Σαρακοστή, τώρα ’ν’ άγιες μέρες

που λειτουργούν οι εκκλησιές και ψέλνουν οι παπάδες

και λένε τ’ άγιος ο Θεός και τ’ άγιο Ευαγγέλιο.

Όποιος το λέει σώνεται κι όποιος τ’ ακούει αγιάζει

κι όποιος το καλοφουγκραστεί παράδεισο θα λάβει.

29. Κώστας Καρυωτάκης, Ιδανικοί αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα, παίρνουν

τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,

διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν

για τελευταία φορά τα βήματά τους

Ήταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία.

Θεέ μου, το φριχτό γέλιο των ανθρώπων,

τα δάκρυα, ο ιδρώς, η νοσταλγία

των ουρανών, η ερημία των τόπων.

Στέκονται σο παράθυρο, κοιτάνε

τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση,

τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε,

τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει.

Όλα τελείωσαν. Το σημείωμα νάτο,

σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,

αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο

για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.

Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα,

ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,

«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»

πως θ’ αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος

30. Οδυσσέας Ελύτης, Από τη συλλογή Ήλιος ο Πρώτος


Στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα

Με τις γυναίκες τους ήλιους και τα σκυλιά μας

Παίξαμε τραγουδήσαμε ήπιαμε νερό

Φρέσκο καθώς ξεπήδαγε από τους αιώνες

Το απομεσήμερο για μια στιγμή καθήσαμε

και κοιταχτήκαμε βαθειά μέσα στα μάτια

Μια πεταλούδα πέταξε απ’ τα στήθεια μας

Ήτανε πιο λευκή

Απ’ το μικρό λευκό κλαδί της άκρης των ονείρων μας

Ξέραμε πως δεν ήταν να σβηστεί ποτές

Πως δεν θυμότανε καθόλου τι σκουλήκια έσερνε

Το βράδυ ανάψαμε φωτιά

Και τραγουδήσαμε γύρω τριγύρω:

Φωτιά ωραία φωτιά μη λυπηθείς τα κούτσουρα

Φωτιά ωραία φωτιά μη φτάσεις ως τη στάχτη

Φωτιά ωραία φωτιά καίγε μας

λέγε μας τη ζωή



Εμείς τη λέμε τη ζωή την πιάνουμε απ’ τα χέρια

Κοιτάζουμε τα μάτια της που μας ξανακοιτάζουν

Κι αν είναι αυτό που μας μεθάει μαγνήτης, το γνωρίζουμε

Κι αν είναι αυτό που μας πονάει κακό, το ’χουμε νιώσει

Εμείς τη λέμε τη ζωή, πηγαίνουμε μπροστά

Και χαιρετούμε τα πουλιά της που μισεύουνε

Είμαστε από καλή γενιά.

31. Γιώργος Φιλίππου – Πιερίδης, Ταξί για την Αμμόχωστο



Πηγαίνοντας εχτές το πρωί στη δουλειά μου πέρασα, όπως κάθε πρωί, από το περίπτερο του Θωμά να πάρω την εφημερίδα μου και να του κάνω τα συνηθισμένη μου ερώτηση:

«Τι νέα κυρ Θωμά;»


…………………………………………………………………………………………..

Χτες το πρωί λοιπόν, όταν πήρα την εφημερίδα και του ’κανα τη συνηθισμένη ερώτηση, ο Θωμάς με κοίταξε με τρόπο θλιμμένο κι ύστερα μου ’δειξε με το βλέμμα του μια γυναίκα, που στέκονταν μπροστά στο περίπτερο, στο σημείο που περίμεναν άλλοτε οι επιβάτες για την Αμμόχωστο.


«Την βλέπεις;» μου λέει. «Πάνε δυο ώρες που περιμένει εκεί δα».

Δεν την είχα προσέξει, γιατί στεκόταν όχι στην πάντα αλλά στη μέση σχεδόν του δρόμου. Στεκόταν αφύσικα ασάλευτη. Το πρόσωπό της δε φαίνονταν από ’δω που βρισκόμουν, μόνο η πλάτη. Η ψιλόλιγνη κορμοστασιά της, ο τρόπος που ήταν κομμένα τα γκρίζα μαλλιά της, το απεριποίητο αλλά καλής ποιότητας ταγιέρ που φορούσε, η πέτσινη μαύρη τσάντα που κράταγε, φανέρωναν ότι ανήκει σ’ εύπορο περιβάλλον.


«Περιμένει ταξί για την Αμμόχωστο» συνέχισε ο Θωμάς.


Ανατρίχιασα.


«Για την Αμμόχωστο!»


«Ναι. Στην αρχή, αφού περίμενε κάμποση ώρα άδικα, ήρτε και με ρώτησε, γιατί αργούνε τα ταξί. Νόμισα πως κορόιδευε, μα σαν πρόσεξα το βλέμμα της κατάλαβα ότι παραλογιάζεται. Δεν έχει πια ταξί για την Αμμόχωστο, κυρά μου, της λέω. Πώς δεν έχει; μου κάνει, από ’δω πήρα τόσες φορές ταξί. Πρέπει να πάω στο σπίτι μου, άνθρωπέ μου, πώς θες να πάω; με τα πόδια;… Δοκίμασα να της εξηγήσω. Αυτή τίποτα. Στέκει εκεί δα και περιμένει, όπως την βλέπεις».

32. Κωνσταντίνος Καβάφης, Επέστρεφε

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,

αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με –

όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,

κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα

όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,

κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με τη νύχτα,

όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται…

33. Κωστής Παλαμάς, Ο τάφος

Στο ταξίδι που σε πάει

ο μαύρος καβαλάρης,

κοίταξε απ’ το χέρι του

τίποτε να μην πάρεις,

Κι αν διψάσεις, μην το πιεις

από τον κάτου κόσμο

το νερό της αρνησιάς,

φτωχό κομμένο δυόσμο!

Μην το πιεις, κι ολότελα

κι αιώνια μας ξεχάσεις ׂ

βάλε τα σημάδια σου

το δρόμο να μη χάσεις,

κι όπως είσαι ανάλαφρο,

μικρό, σα χελιδόνι,

κι άρματα δεν σου βροντάν

παλικαριού στη ζώνη,

κοίταξε και γέλασε

της νύχτας το σουλτάνο,

γλίστρησε σιγά κρυφά

και πέταξε εδώ πάνω,


και στο σπίτι τ’ άραχνο

γυρνώντας, ω ακριβέ μας,

γίνε αεροφύσημα

και γλυκοφίλησέ μας!

34. Διονύσης Σαββόπουλος, Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη


Η οθόνη βουλιάζει σαλεύει το πλήθος

εικόνες ξεχύνονται με μιας

πού πας παλικάρι ωραίο σαν μύθος

κι ολόισια στο θάνατο κολυμπάς

Και όλες οι αντένες μιας γης χτυπημένης

μεγάφωνα κι ασύρματοι από παντού

γλυκά σε νανουρίζουν και συ ανεβαίνεις

ψηλά στους βασιλιάδες τ’ ουρανού



Ποιος αλήθεια είμαι εγώ και πού πάω

με χίλιες δυο εικόνες στο μυαλό

προβολής με στραβώνουν και πάω

και γονατίζω και το αίμα σου φιλώ

Πού πας παλικάρι, καμπάνες ηχούνε

κι οι σκλάβες σου ουρλιάζουν στο βωμό

ουρλιάζουν τα πλήθη, πομπές ξεκινούνε

κι ο ύμνος σου τραντάζει το ναό

Ποιος αλήθεια είμαι εγώ και πού πάω

με χίλιες δυο εικόνες στο μυαλό

προβολής με στραβώνουν και πάω

και γονατίζω και το αίμα σου φιλώ

35. Δημοτικό τραγούδι, Βαρύτερη η ξενιτιά

Όλα τα δέντρα το πρωί δροσιά είναι γεμισμένα

και μένα τα ματάκια μου δάκρυα είν’ γεμισμένα

απ’ τον καημό της ξενιτιάς κι απ’ την πικρή ορφάνια.

Η ξενιτιά, η φυλακή, η φτώχια, η ορφάνια

τα τέσσερα ζυγιάστηκαν σ’ ένα βαρύ καντάρι

και πιο βαριά η ξενιτιά με τα πολλά φαρμάκια.

36. Ερρίκος Θαλασσινός, Το τραγούδι της ξενιτιάς


Φεγγάρι μάγια μου ’κανες

και περπατώ και περπατώ στα ξένα

είναι το σπίτι ορφανό,

αβάσταχτο το δειλινό

και τα βουνά κλαμένα

Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί

να πάει στη μάνα υπομονή

Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί

ένα χελιδονάκι

να πάει να χτίσει τη φωλιά

στου κήπου την κορομηλιά

δίπλα στο μπαλκονάκι

Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί

να πάει στη μάνα υπομονή

Να πάει στη μάνα υπομονή

δεμένη στο μαντήλι

προικιά στην αδελφούλα μου

και στη γειτονοπούλα μου

γλυκό φιλί στα χείλη

Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί

να πάει στη μάνα υπομονή

37. Άγγελος Βλάχος, Θα ’ρθει η ώρα

Και να, μες στην καρδιά του δάσους, σ’ ένα ξέφωτό του, βρήκαμε μια στάνη κι είναι μέσα ένας παππούς μ’ άσπρα γένεια, που μας κοιτάζει με τα γεροντικά πάνσοφα μάτια του.


-Πούθε έρχεστε, παιδιά;

-Πεινάμε, παππού.

-Καθίστε, παιδιά. Καθίστε.

-Παππού, να κοιμηθούμε μες στη στάνη; Είμαστε τσακισμένοι.

-Κοιμηθείτε, παιδιά. Ξέρω.

Μας έστρωσε τις κάπες του μέσα στη στάνη κι ήρθε ο ύπνος και μας πήρε εκεί, κοντά, στ’ αρνιά, μες στη βαριά μυρωδιά της στάνης. Άμα ξυπνήσαμε, ηύραμε δυο αρνιά στη σούβλα. Κάτσαμε, φάγαμε.


-Ευχαριστούμε, παππού…

-Το Θεό, παιδιά. Το Θεό… Και μας κοιτάζει ένα γύρο.

-Τι γίνηκαν τα νιάτα σας; ρωτάει.

-Πόλεμος, παππού. Πόλεμος.

-Έγινε ύστερα μια κουβέντα μεταξύ μας κι είπε κάποιος πως ίσως ο Γερμανός θα φανεί λεβέντης… Ο γεροτσοπάνος μας κοίταξε και σωπαίνει. Κάποιος είπε:

-Τα σπίτια μας, το ελάχιστο, δε θα τα πειράξει.

Τότε ο γέρος τον κοίταξε κατάματα κι είπε:

-Παιδιά μου, μπήκε ποτέ για καλό ο λύκος μες στη στάνη;

Όταν ήρθε η ώρα να φύγομε, λέω, του γέρου:

-Παππού κράτησε τ’ όπλο.

-Τι να το κάνω, γιόκα μου;

-Ξέρεις εσύ. Παρ’ το.

-Δεν έχω δύναμη εγώ, μηδέ βλέπω καλά. Δωσ’ το σε κανέναν άλλον, παιδί μου.

-Όχι κράτα το εσύ. Ξέρεις σε ποιον να το δώσεις απ’ αυτούς που είναι δω, στα βουνά τριγύρω.

-Και τι να το κάνει αυτός γιόκα μου;

-Θα ’ρθει καιρός, παππού, θα ’ρθει η ώρα…

38. Ακριτικά τραγούδια, Ο θάνατος του Διγενή

Τρίτη εγεννήθη ο Διγενής και Τρίτη θα πεθάνει.

Πιάνει, καλεί, τους φίλους του κι όλους τους αντρειωμένους

να ’ρθει κι ο Μηνάς κι ο Μαυραϊλής, να’ ρθει κι ο γιος του Δράκου

να ’ρθει κι ο Τρεμαντάχειλος, που τρέμει η γη κι ο κόσμος.

Κι επήγαν και τον ηύρανε στον κάμπο ξαπλωμένο.

Βογκάει, τρέμουν τα βουνά, βογκάει, τρέμουν οι κάμποι.

-Σαν τι να σ’ ηύρε, Διγενή, και θέλεις να πεθάνεις;

-Φίλοι, καλώς ορίσατε, φίλοι κι αγαπημένοι,

συχάσετε, καθίσετε, κι εγώ σας αφηγιέμαι.

Της Αραβίνας τα βουνά, της Σύρας τα λαγκάδια,

που κει συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν,

παρά πενήντα κι εκατό, και πάλε φόβον έχουην,

κι εγώ μονάχος πέρασα πεζός κι αρματωμένος,

με τετραπίθαμο σπαθί, με τρεις οργιές κοντάρι.

Βουνά και κάμπους έδειρα, βουνά και καταράχια,

νυχτιές χωρίς αστροφεγγιά, νυχτιές χωρίς φεγγάρι

Και τόσα χρόνια που ’ζησα δω στον απάνου κόσμο,

κανένα δεν φοβήθηκα από τους αντρειωμένους.

Τώρα είδα έναν ξιπόλητο και λαμπροφορεμένο,

πόχει του ρήσου τα πλουμιά, της αστραπής τα μάτια ׂ

με κράζει να παλέψουμε σε μαρμαρένια αλώνια

κι όποιος νικήσει από τους δυο να παίρνει την ψυχή του.

Και πήγαν και παλέψανε στα μαρμαρένια αλώνια ׂ

κι όθε χτυπάει το Διγενής, το αίμα αυλάκι κάνει,

κι όθε χτυπάει ο Χάροντας, το αίμα τράφο κάνει.

39. Ι. Θ. Κακριδής, Ο θάνατος του Οδυσσέα

Γυρισμένος οριστικά πια στην Ιθάκη ο Οδυσσέας έχει κάθε λόγο να περιμένει πως θα πεθάνει ήσυχος. Μα η μοίρα του έγραφε άλλα. Γιατί στο μεταξύ είχε μεγαλώσει κάποιος άλλος μακρινός γιος του, ο Τηλέγονος. Του τον είχε γεννήσει η Κίρκη η μάγισσα, τότε που ο ήρωας φεύγοντας από την Τροία μέσα στις άλλες περιπέτειές του είχε ξεπέσει και στο νησί της για λίγον καιρό. Στο μακρινό αυτό νησί, την Αιαία, είχε αναστήσει εκείνη το γιο της, και όταν μεγάλωσε του φανέρωσε ποιος ήταν ο πατέρας του. Κι εκείνος θέλησε να ταξιδέψει αναζητώντας τον Οδυσσέα, μια και η Κίρκη του έλεγε πως δεν ήξερε πού βρισκόταν.

Σαν τον πατέρα του κι ο Τηλέγονος αρχίζει τώρα να αλωνίζει τα πέλαγα γυρεύοντάς τον. Κάποτε περνάει και από την Ιθάκη. Αναγκασμένος από τον καιρό, κι επειδή του είχαν τελειώσει κι οι τροφές στο καράβι, βγαίνει με τους ναύτες του έξω, χωρίς να φαντάζεται ότι πατάει το χώμα της πατρικής του γης, και κατά τη συνήθεια της εποχής, κλέβει μερικά πρόβατα από τα κοπάδια που έβοσκαν στην ερημιά. Μα τα κοπάδια ήταν του Οδυσσέα, και ο βοσκός τρέχει στην πόλη και ειδοποιεί τον αφέντη του. Κείνος αμέσως παίρνει τ’ άρματά του και βγαίνει να τιμωρήσει το ληστή. Στη μάχη που ακολουθεί ανάμεσα στους νεοφερμένους ξένους, ο Τηλέγονος σκοτώνει τον πατέρα του, χωρίς φυσικά να φαντάζεται ποιος ήταν.

40. Στρατής Δούκας, Ιστορία ενός αιχμαλώτου

Βγήκαμε στο Λιμεναρχείο. Καθώς περνούσαμε την προκυμαία, στον «Κήπο», ήταν πρόσφυγες, έτοιμοι να φύγουν για τη Μακεδονία. Και σαν άκουσαν την ιστορία μου, σηκώθηκαν όλοι στο πόδι, άντρες, γυναίκες, και με πήραν από κοντά. Μπήκαμε σ’ ένα καφενείο που γέμισε από κόσμο. Όλοι με κοίταζαν στα μάτια, και με ρωτούσαν μα μάθουν για τους δικούς τους.


-Από μένα, τους λέω, δεν έχετε να μάθετε τίποτα. Απ’ το βουνό κατέβηκα που κρυβόμουν ένα χρόνο, μες σε σπηλιές.

Σαν ήπια το τσάι, που με κέρασε ο συνοδός μου, με πήγε στο Φρουραρχείο. Μόλις με είδε ο Φρούραρχος:


-Καλώς τον, μου λέει, κάτσε. Από πού έρχεσαι; Πού πας, Πού έκανες στρατιώτης; Ποιον είχες διοικητή;

Κι εγώ του τα ’πα όλα όπως τα ήξερα.

-Έχεις εδώ κανένα Σωκιανό να σε ξέρει;

-Εγώ πού να ξέρω, τώρα ήρθα, του λέω.

-Εσείς δεν ξέρετε κανέναν; ρωτά τους χωροφύλακες.

-Κάποιος ξενοδόχος κύριε Φρούραρχε, θαρρώ πως είναι απ’ τα Σώκια.

-Πήγαινέ τον. Κι αν γνωριστούν, να μείνει στο ξενοδοχείο του, κι αν δεν βρεθεί γνωστός του, φέρε τον πίσω.

Τον κοίταξε.

-Να με συγχωράς, παιδί μου, μου λέει, αυτή είναι η υπηρεσία μου.

-Έχετε δίκιο, του λέω. Κι εγώ έκανα στρατιώτης και ξέρω από καθήκον.

-Πηγαίνετε, μας λέει.

Σαν μπήκαμε στο ξενοδοχείο:

-Αλέκο, Αλέκο, φωνάζει ο χωροφύλακας, έλα σου έφερα, έναν πατριώτη σου.

Ήρθε ο ξενοδόχος.

-Βρε τι πατριώτη μου ’φερες; του λέει. Αυτός Τουρκαλάς.

Και με κοιτάζει από πάνω ως κάτω.

-Έλα, πατριώτη, του λέω, ζύγωσέ με. Δεν έχεις φόβο να κολλήσεις Τούρκος .

Ο χωροφύλακας είπε:

-Είναι από το Αϊντίν, απ’ το Κιρκιντζέ.

-Για πες μου έναν Κιρκίντζαλη;

-Ο Λιμπέρης, ο πιο πλούσιος του χωριού μας.

Βρε κόλλα το, μου λέει, και χτυπήσαμε φιλικά τις απαλάμες μας.

Ο χωροφύλακας τον ρώτησε:

-Να πηγαίνω;

Ναι, θα τον κρατήσω απόψε κοντά μου, μένω υπεύθυνος, κι αύριο πρωί έρχεσαι και τον παίρνεις.

Ως τα μεσάνυχτα λέγαμε τα βάσανά μας. Ο ύπνος μας πήρε απάνω σε κουβέντα.

Το πρωί ξύπνησα ησυχασμένος. Ντύθηκα και πήγα στην εκκλησία.

Άναψα ένα κερί, γονάτισα και προσευχήθηκα. Σαν ξαναγύρισα στο ξενοδοχείο, ο χωροφύλακας ήταν εκεί.

-Έλα πάμε, μου λέει.

Και τραβήξαμε στο Φρουραρχείο, κι έπειτα στη Νομαρχία. Εκεί μου έβγαλαν πιστοποιητικό και μ’ έστειλαν συνοδεία στον Πειραιά.

Σα φτάσαμε στη Χίο, απάνω στο κορδόνι, βλέπω χωριανούς μου. Κοιτάζοντας μέσα στον κόσμο βρίσκω και τους δικούς μου, που την ίδια μέρα έφευγαν για την Κοζάνη.

41. Δημοτικό τραγούδι, Του νεκρού αδελφού

Μάνα με τους εφτά σου γιους και με τη μια σου κόρη,

την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,

την είχε δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε!

Στα σκοτεινά την έλουζε, στ’ άφεγγα τη χτενίζει,

στ’ άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.

Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,

να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.

Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει.

«Μάνα μου, ας τη δώσομε την Αρετή στα ξένα,

στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,

αν πάμ’ εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.

-Φρόνιμος είσαι Κωσταντή, μ’ άσκημα απιλογήθης.

Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια,

κι αν τύχει πίκρα γή χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;

-Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,

αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,

αν τύχει πίκρα γή χαρά, εγώ να του τη φέρω».

Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,

κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος κα μήνες οργισμένοι

κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν,

βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.

Σ’ όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ’ όλα μοιρολογιόταν,

στου Κωσταντίνου, το μνημειό ανέσπα στα μαλλιά της.

«Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,

οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!

το τάξιμο που μου ’ταξες, πότε θα μου το κάμεις;

Τον ουρανό ’βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,

αν τύχει πίκρα γή χαρά, να πας να μου τη φέρεις».

Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,

η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε.

Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ’ άστρο χαλινάρι,

και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.


Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.

Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι.

Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει:

«Άιντε, αδερφή, να φύγομε, στη μάνα μας να πάμε.

-Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα;

Αν ίσως είναι για χαρά, να στολιστώ και να ’ρθω,

και αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα να’ ρθω.

Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας, κι ας είσαι όπως και αν είσαι»

Κοντολυγίζει τ’ άλογο και πίσω την καθίζει.


Στη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαηδούσαν,

δεν κιλαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια,

μόν’ κιλαηδούσαν κι έλεγαν ανθρώπινη ομιλία:

«Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος!

-Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;

-Πουλάκια είναι κι ας κιλαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε».

Και παρεκεί που πάγαιναν κι άλλα πουλιά τους λένε:

«Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο

να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους!

-Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;

πως περπατούον οι ζωντανοί με τους απεθαμένους.

-Απρίλης είναι και λαλούν, Μάης και φωλεύουν.

-Φοβούμαι σ’, αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.

-Εχτές το βραδίς επήγαμε πέρα στον Αϊ-Γιάννη,

κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι».

Και παρεμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τους λένε:

«Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,

τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!»

Τ’ άκουσε πάλι η Αρετή κι εράγισε η καρδιά της.

«Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;

-Άφησ’, Αρέτω, τα πουλά, κι ό,τι κι α θέλ’ ας λέγουν.

-Πες μου, πού είναι τα κάλλη σου, και πού είν’ η λεβεντιά σου,

και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ’ όμορφο μουστάκι;

-Έχω καιρό π’ αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου».


Αυτού σιμά, αυτού κοντά στην εκκλησιά προφτάνουν.

Βαριά χτυπά τ’ αλόγου του κι απ’ εμπροστά της χάθη.

Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.

Κινάει να πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.

Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα

βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,

βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.

Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,

και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.

Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.

«Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε,

κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω,

κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.

-Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα.

-Ποιος είν’ αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα;

-Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε, κι εγώ είμαι η Αρετή σου».


Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.

42. Μιχάλης Κατσαρός, Η διαθήκη μου

Αντισταθείτε

σ’ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι

και λέει: «καλά είμαι εδώ»

Αντισταθείτε σ’ αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι και λέει: «Δόξα σοι ο Θεός».

Αντισταθείτε

στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών

στον κοντό άνθρωπο του γραφείου

στην εταιρεία «εισαγωγαί-εξαγωγαί»

στην κρατική εκπαίδευση

στον φόρο

σε μένα ακόμα που σας ιστορώ
.


Αντισταθείτε

σ’ αυτόν που χαιρετάει από την εξέδρα ώρες ατέλειωτες τις παρελάσεις

στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε

στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες

σ’ όλα τα ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε

πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι

σ’ αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει

έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν

σε μένα ακόμα που σας ιστορώ

Αντισταθείτε πάλι σ’ όλους αυτούς που λέγονται μεγάλοι

σ’ όλους που γράφουν λόγους για την εποχή

δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα

στις κολακείες και τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις

από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό αρχηγό τους.

Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών και διαβατηρίων

στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη διπλωματία

στα εργοστάσια πολεμικών υλών

σ’ αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια

στα θούρια

στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους

στους θεατές

στον άνεμο

σ’ όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς

στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας

ως και σε μένα ακόμα που σας ιστορώ αντισταθείτε.

Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την Ελευθερία.

43. Νίκος Εγγονόπουλος,

Νέα περί του θανάτου του Ισπανού ποιητού Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα στις 19 Αυγούστου του 1936 μέσα στο χαντάκι του Καμίνο ντε λα Φουέντε

una acciòn vil y disgraciado


Η Τέχνη και η ποίηση δεν μας βοηθούν να ζήσουμε:

η τέχνη και η ποίησις μας βοηθούνε

να πεθάνουμε


περιφρόνησις απόλυτη

αρμόζει

σ’ όλους αυτούς τους θόρυβους

τις έρευνες

τα σχόλια επί σχολίων

που κάθε τόσο ξεφουρνίζουν

αργόσχολοι και ματαιόδοξοι γραφιάδες

γύρω από τις μυστηριώδικες και αισχρές συνθήκες

της εκτελέσεως του κακορίζικου του Λόρκα

υπό των φασιστών

μα επί τέλους! πια οι καθείς γνωρίζει πως

από καιρό τώρα

-και προ παντός στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα-

είθισται

να δολοφονούν

τους ποιητάς

44. Οδυσσέας Ελύτης, Το Άξιον Εστί,

Από την «Πορεία προς το μέτωπο»

Και ότι ήμασταν πολύ σιμά στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ’ τα βουνά δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορο των πολυβόλων. Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν’ απαντούμε, απ’ τ’ άλλο μέρος να ’ρχονται, οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι όπου κατόπι σαν ακούγανε για πού τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι. «Όι, όι μάνα μου», «όι όι μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που ’λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.


Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρωμούσανε κρασί τα χνώτα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.


Τέλος κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες.

45. Άρης Σάρτας, Ροκ μυθιστόρημα

Μου μίλαγε για το πανκ, έκοψε τα μαλλιά της, φόραγε αλυσίδες. Εγώ μίλαγα για τις αντιθέσεις και τη μαζική δουλειά. Ερχόταν κάθε πρωί, εγώ μισοκοιμισμένος, κάναμε έρωτα γρήγορα, μετά πίναμε καφέ και χανόταν. Ποτέ δεν ανανέωνε το ραντεβού, ποτέ δεν ήξερα πότε θα ’ρθει, ποτέ δε μ’ είχε ρωτήσει αν μ’ άρεσε, ποτέ δε μου ’χε πει ότι δεν υπάρχει άλλος. Δεν ήταν ούτε είκοσι χρονών. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Ο ηλίθιος. Μέχρι σε συγκεντρώσεις για την ΕΠΟΝ την είχα πάει. (…) Χάθηκε ένα καλοκαίρι στη Ιταλία. Γύρναγε μ’ ένα θίασο θεατρικό. Κανείς δεν την είδε από τότε εδώ ή κάτω. Πού να βρίσκεται άραγε. Τώρα εγώ κοντεύω τριάντα χρονών, φορά κονκάρδα του Σιντ Βίσιους 1956-1979 μ’ ένα σταυρό νεκροταφείου, φοράω μόνο μαύρα, βιτρίνες ονειρεύομαι μόνο σπασμένες. Θα ’θελα να μπορούσα να ’βαφα μια τούφα μπλε στα μαλλιά μου. Αυτή τι να κάνει. Ίσως έχει παντρευτεί, ίσως έχει δυο παιδιά κι έναν άντρα νεαρό διευθυντή εταιρίας, ίσως να ’ναι καθηγήτρια πανεπιστημίου ή διανοούμενη της αριστεράς. Θα μπορούσε να ’ναι τίποτα απ’ αυτά; Κι εγώ γιατί δεν μπορώ; Γιατί είναι όλα πιο δύσκολα τώρα; Γιατί τα περνάω οξύτερα;


17. Ντίνος Χριστιανόπουλος, Το κορμί και το σαράκι

φάτσες ψυχρές

τις σκάλες του υπουργείου κατεβαίνουν

κανέναν γελαστό δεν είδα>br>

όλοι πουλήσαν το χαμόγελό τους

για μια υπογραφή

……………………………………….



αν δεν μπορείς να χτίσεις

μπορείς να σκάψεις

αν δε μπορείς να γίνεις

μπορείς να είσαι

……………………………………………….

«σβήσε το φως» επέμενες

θυμήθηκα μιαν άλλη μου αγάπη

τα ήθελε όλα αναμμένα

δεν ξέρω τι να προτιμήσω

μες στο σκοτάδι χάνεται η ασκήμια μου

μέσα στο φως λάμπει η ομορφιά σου

…………………………………………….

τόσο πολύ σε γουστάρω

που ξέχασα το σ’ αγαπώ

© 2012 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας - Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα